- Λαπωνία
- ηπεριοχή της βορειοδυτικής Ευρώπης η οποία βρίσκεται στο μεγαλύτερο τμήμα της πάνω από τον αρκτικό κύκλο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Λαπωνία — I (νορβηγ. Lapland, σουηδ. Lappland, φιλανδ. Lappi ή Saamiland, ρωσ. Laplandiya). Ιστορική γεωγραφική περιοχή (388.350 τ. χλμ.) της βόρειας Ευρώπης (Φινοσκανδίας). Βρέχεται από τη Νορβηγική θάλασσα (Ατλαντικός ωκεανός) στα Δ και από τη θάλασσα… … Dictionary of Greek
Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
Φίννοι — οι, Ν ανθρωπολ. λαός φιννοουγγρικής προέλευσης, που κατοικεί στις βορειοανατολικές περιοχές τής Ευρώπης και, ιδιαίτερα, στην Φινλανδία και στην Λαπωνία … Dictionary of Greek
έλκηθρο — Μέσο μεταφοράς που χρησιμοποιείται για την κίνηση πάνω στο χιόνι ή στον πάγο. Είναι κατασκευασμένο από ξύλο ή από σίδερο και αποτελείται από δύο πατίνια ενωμένα με τραβέρσες, πάνω στις οποίες είναι τοποθετημένο ένα αμάξωμα ή ένα κάθισμα. Το έ.… … Dictionary of Greek
γεωδαισία — Η επιστήμη που ασχολείται με τον προσδιορισμό του σχήματος και τη μέτρηση των διαστάσεων της Γης. Η γ. έχει αναπτυχθεί βασικά σε δύο κλάδους: έναν θεωρητικό, που εξετάζει τη μορφή της Γης στο σύνολό της σε συνάρτηση με τους εσωτερικούς και τους… … Dictionary of Greek
ηωκάμβρια υποδιάπλαση — Το κατώτερο τμήμα της κάμβριας διάπλασης στο κάτω μέρος των πρώτων απολιθωματοφόρων στρωμάτων. Κατά την υποδιάπλαση αυτή, που ονομάστηκε έτσι από τον Νορβηγό γεωλόγο Μπρέγκερ (1900), σημειώθηκαν παγετώνες που κάλυψαν τις περιοχές Σβαλμπάρντ,… … Dictionary of Greek
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek
Κλερό, Αλεξίς Κλοντ — (Alexis Claude Clairaut, Παρίσι 1713 – 1765). Γάλλος μαθηματικός και αστρονόμος. Η ιδιοφυΐα του έγινε γνωστή από την ηλικία των 13 ετών, όταν έκανε ανακοίνωση στη Γαλλική Ακαδημία, στην οποία πραγματευόταν ορισμένες καμπύλες δικής του επινόησης.… … Dictionary of Greek